- καταποντώ
- καταποντῶ, -όω (AM)καταποντίζωαρχ.μτφ. (για περιουσία) καταστρέφω, αφανίζω, σπαταλώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ποντῶ «ρίχνω στη θάλασσα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταπόντωσις — καταπόντωσις, ἡ (AM) [καταποντώ] καταποντισμός, πνιγμός στη θάλασσα … Dictionary of Greek
προσκαταποντώ — όω, Α [καταποντῶ] καταβυθίζω κάποιον ή κάτι ακόμη στη θάλασσα … Dictionary of Greek
συγκαταποντώ — όω, Α [καταποντῶ] καταποντίζω μαζί στη θάλασσα («οἱ ἀπὸ Τροίας ἀνακομιζόμενοι... συγκατεποντώθησαν», Σέξτ. Εμπ.) … Dictionary of Greek